εκκουφίζω

εκκουφίζω
ἐκκουφίζω (Α)
1. ανυψώνω, εξαίρω
2. (για πλοίο) σηκώνω την άγκυρα
3. (παθ. ἐκουφίζομαι)
(για το σώμα) ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐξεκούφιζε — ἐκκουφίζω raise up imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεκούφισε — ἐκκουφίζω raise up aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκουφίσας — ἐκκουφίσᾱς , ἐκκουφίζω raise up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐκκουφίσᾱς , ἐκκουφίζω raise up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκουφίσασα — ἐκκουφίσᾱσα , ἐκκουφίζω raise up aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐκκουφίσᾱσα , ἐκκουφίζω raise up aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεκκουφίζω — ἐπεκκουφίζω (Α) καθιστώ κάτι τελείως ανάλαφρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εκκουφίζω «ανακουφίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκκουφίζω — Μ σηκώνω, ανυψώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκουφίζω «σηκώνω, ανυψώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπεξεκούφισεν — ἐπί ἐκκουφίζω raise up aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”